- ἔκπλυτον
- ἔκπλυτοςto be washed outmasc/fem acc sgἔκπλυτοςto be washed outneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκπλυτος — ἔκπλυτος, ον (Α) 1. αυτός που ξεβάφει με το πλύσιμο 2. ξεθωριασμένος, ανοιχτόχρωμος 3. φθαρτός 4. ο ηθικά εξαγνισμένος 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔκπλυτον είδος τού φυτού νάρδος … Dictionary of Greek